χαβούτσι

χαβούτσι
το, και χαβούτσια, η, Ν
βοτ. άλλη κοινή ονομασία τού καρότου.
[ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για διαλ. ονομ. τού φυτού, που ανάγεται σε τουρκ. τ.].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • χαβούτσια — η, Ν βλ. χαβούτσι …   Dictionary of Greek

  • τσακωνική διάλεκτος — Η διάλεκτος των σημερινών Τ. είναι ιδιόρρυθμη, με πολλά αρχαϊκά στοιχεία. Είναι η μόνη από τις νεοελληνικές διαλέκτους η οποία δεν προέρχεται από την αττική, όπως όλες οι άλλες, αλλά απευθείας από τη λακωνική, της οποίας αποτελεί συνεχή και… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”